συμφύτων

συμφύτων
σύμφυτον
comfrey
neut gen pl
σύμφυτος
born with one
masc/fem/neut gen pl
συμφύ̱των , συμφύω
make to grow together
aor imperat act 3rd dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οπλοκάμπη — η εντομολ. γένος σύμφυτων υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τενθρεδινίδες με είδη που οι προνύμφες τους αναπτύσσονται στο εσωτερικό τών μήλων, τών αχλαδιών, τών δαμάσκηνων και άλλων καρπών και προκαλούν την πρόωρη πτώση τους επιφέροντας μεγάλες …   Dictionary of Greek

  • ουρόκερο — το ζωολ. γένος σύμφυτων υμενόπτερων, τών οποίων η προνύμφη ζει μέσα στις βελόνες τών κωνοφόρων δένδρων …   Dictionary of Greek

  • στυλόλιθος — ο, Ν 1. κυλινδρικός όγκος ασβεστόλιθου με ραβδώσεις 2. (πετρογρ.) δευτερογενής χημική ιζηματοδομή που αποτελείται από μια σειρά σχετικά μικρών εξαλλοιωμένων συμφύτων, οδοντοειδών λίθινων πρισμάτων, και απαντά συνήθως σε ασβεστόλιθους, μάρμαρα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”